- ημερεύω
- (I)ἡμερεύω (Α) [ημέρα]1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.)2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια τής ημέρας4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» — περνώ τις ημέρες μου με κόπους (Ευρ.).————————(II)και μερεύω [ήμερος]1. τιθασεύω, δαμάζω, εξημερώνω («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)2. καταπραΰνω, κατευνάζω («είδα και έπαθα να τόν ημερέψω»)3. γίνομαι ήμερος, δαμάζομαι, εξημερώνομαι4. καταπραΰνομαι, καθησυχάζω5. εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.